- προσκυνοῦσαν
- προσκυνέωmake obeisancepres part act fem acc sg (attic epic doric)προσκυνέωmake obeisancepres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μπαϊράμι — Λέξη τουρκοπερσική, που σημαίνει γιορτή. Ειδικά ονομάζονται μ. οι δύο μεγάλες γιορτές της μουσουλμανικής θρησκείας, το μικρό μ., που λέγεται από τους Τούρκους σεκέρμ, και το κουρμπάν μ. (γιορτή των θυσιών). Οι Τούρκοι θεωρούν το πρώτο… … Dictionary of Greek
Δελαρός — (De la Roche).Εξελληνισμένος τύπος επωνύμου Γάλλων ευγενών από τη Βουργουνδία, οι οποίοι ηγεμόνευσαν στην Αττική, στη Βοιωτία, στη Μεγαρίδα κ.α., κατά την εποχή της φραγκοκρατίας. 1. Όθων (τέλη 12ου αι. – αρχές 13ου αι.). Ιδρυτής της δυναστείας.… … Dictionary of Greek
προσκυνοχάρτι — το έγγραφο που έδιναν οι Τούρκοι σε όσους δήλωναν υποταγή, δηλ. προσκυνούσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)